- μεταφυτεύεται
- μεταφυτεύωtransplantpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… … Dictionary of Greek
σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
θουνβεργία — (thunbergia). Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων ακανθιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι θ. η πτερωτή. Έχει τετραγωνικό βλαστό, ύψους έως 1,50 μ., και φύλλα αντίθετα, ωοειδή, τριγωνικά, χνουδωτά, με πτερυγιοφόρους μίσχους.… … Dictionary of Greek
μόσχευμα — το, ατος 1. τμήμα φυτού που μεταφυτεύεται για την αναπαραγωγή του φυτού. 2. (ιατρ.), τμήμα του οργανισμού που μεταμοσχεύεται στον οργανισμό του ίδιου ή άλλου ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)